-
1 инициатива
инициатива ж η πρωτο βουλία по \инициативае... με πρωτο βουλία...* * *жη πρωτοβουλίαпо инициати́ве... — με πρωτοβουλία
См. также в других словарях:
υποβουλία — η, Ν ελαττωμένη δύναμη βούλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βουλή «βούληση» + κατάλ. ία (πρβλ. πρωτο βουλία)] … Dictionary of Greek